Nikos Manolakos

Τέσσερα ερωτήματα για τη ρωσική εισβολή και ένα δια ταύτα

Διάγουμε σήμερα την τριακοστή ημέρα της ρωσικής εισβολής, στην Ουκρανία και τουλάχιστον σε μένα, δημιουργούνται μερικά ερωτήματα, τις απαντήσεις των οποίων, μπορώ να εικάσω, χωρίς να έχω όμως αποδεικτικά στοιχεία.

Πρώτο Ερώτημα  :  Δεκαπέντε περίπου ημέρες, προ της ρωσικής  εισβολής, το ΝΑΤΟ δήλωνε επισήμως, σαφώς και ρητώς, ότι δεν πρόκειται να πολεμήσει, για την προστασία της Ουκρανίας από ξένη επέμβαση, τη στιγμή  μάλιστα που προειδοποιούσε  με σιγουριά, για την ημέρα που η Ρωσία, θα εισέβαλε στην Ουκρανία.

Στη βάση αυτή, η Ρωσία είχε όλο το χρόνο στη διάθεση της,   να κάνει την ΄΄ειδική επιχείρηση΄΄ που ήθελε, χωρίς την ανησυχία της πολεμικής εμπλοκής του ΝΑΤΟ.

 Με δεδομένο ότι στον παγκόσμιο ρόλο  του  ΝΑΤΟ, εμπεριέχεται  και η αποτροπή  επιθετικών ενεργειών, δια της σε κάθε χρόνο, ετοιμότητος επέμβασης, των ισχυρών ενόπλων δυνάμεων του, στο όνομα ποιανού στόχου, εγκαταλείφθηκε η αποτροπή;

Δεύτερο Ερώτημα:  Η Ουκρανία, ως στόχος της Ρωσικής άρκτου, δεν αποτελεί είδηση αυτής της χρονιάς, αλλά του 2014, όταν η Ρωσία προσάρτησε τη Κριμαία, μετά  τη χλιαρή αντίδραση της Δύσης και με συνοπτικές διαδικασίες.  Στα οχτώ αυτά χρόνια, το ΝΑΤΟ αλλά και μεμονωμένα οι ΗΠΑ, φλέρταραν σε διαρκή βάση με την Ουκρανία, και άφηναν τόσο τους Ουκρανούς, όσο και τον υπόλοιπο κόσμο, να πιστεύουν,  ότι η ένταξη της, στο ΝΑΤΟ, είναι θέμα χρόνου και έλευσης της κατάλληλης στιγμής. Στο διάστημα αυτό και είτε με ευκαιρία, είτε χωρίς, η Ρωσία καθιστούσε γνωστό, ότι δεν θα ανεχτεί την επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς και ότι η είσοδος της Ουκρανίας αποτελούσε κόκκινη γραμμή γι’ αυτήν.

Με δεδομένο ότι το ΝΑΤΟ, υποστήριζε, ότι κάθε κράτος έχει δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και δεν απέρριπτε, αναφανδόν, την περίπτωση ένταξης της Ουκρανίας,   ο πόλεμος δι’ αντιπροσώπων (Ουκρανών),  ήταν το ενδεδειγμένο  σχέδιο αντιμετώπισης της πιθανής ρωσικής εισβολής;

Τρίτο  Ερώτημα   Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως σύνολο, αλλά και τα κράτη αυτής μεμονωμένα, με πρώτη τη Γερμανία, είχαν διαπιστώσει, εδώ και πολλά χρόνια, το πρόβλημα της εξάρτησης τους, από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο της Ρωσίας.

Στη βάση της,  συν το χρόνω,  αυξανόμενης ρωσικής επιθετικότητας, της οποίας  τις εκφάνσεις, ουδείς θα μπορούσε μετά βεβαιότητος να προβλέψει, γιατί η ΕΕ και τα ηγετικά αυτής κράτη, δεν προχώρησαν στις αναγκαίες εκείνες ενέργειες απεξάρτησης ή μη κρίσιμης εξάρτησης; Γιατί η Γερμανία επέμενε σε μακρόπνοους ενεργειακούς σχεδιασμούς, με νέους αγωγούς, τη στιγμή μάλιστα που οι ΗΠΑ προειδοποιούσαν για τους κινδύνους της συγκεκριμένης πολιτικής;

Τέταρτο Ερώτημα  Η Ευρωπαϊκή Ένωση, είχε διαπιστώσει ότι για να παίξει κυρίαρχο ρόλο στην παγκόσμια σκηνή, θα έπρεπε  να  μετασχηματιστεί προχωρώντας σε  κοινή εξωτερική πολιτική και κοινό στρατό.

Είναι δυνατόν,  τα ηγετικά κράτη της ΕΕ,  να  έχουν αποδεχτεί, το σημερινό μοντέλο της ένωσης, εν πολλοίς, παρωχημένο και αναποτελεσματικό; Και εφόσον το είχαν αντιληφθεί, ποιοι είναι οι λόγοι, που η Ευρωπαϊκή Ένωση εξακολουθεί να παραμένει χωρίς πραγματικά κοινή εξωτερική πολιτική και  άμυνα; Ποιος θα τους πάρει στα σοβαρά στη διεθνή σκακιέρα;

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια απειλείται από την Τουρκία, με ακρωτηριασμό της κυριαρχίας  και των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Το παράδειγμα της σκληρά δοκιμαζόμενης Ουκρανίας,  θα πρέπει να μας συνεγείρει, καθόσον για άλλη μια φορά, η στρατιωτική ισχύς επιβάλλει καταστάσεις και το δίκαιο του ισχυρού θύτη  επικρατεί, παρά τη διεθνή κατακραυγή, την πασιφανή καταρράκωση του διεθνούς δικαίου και  τη στήριξη της διεθνούς κοινότητας, στο αδύναμο θύμα.

Είναι πλέον ή βέβαιο ,ότι στην πιθανή  περίπτωση και πάντως, όχι στο εγγύς μέλλον,  της επιθετικής προσβολής της Τουρκίας στην χώρα μας, οι σύμμαχοι, οι διεθνείς οργανισμοί, το ΝΑΤΟ, η σημερινή ΕΕ, θα παρέχουν άφθονη ρητορική, μπόλικη ανθρωπιστική βοήθεια  και πιθανώς κάποια στρατιωτική βοήθεια, αλλά επί της κρισίμου ουσίας, μόνοι μας θα σηκώσουμε, το σταυρό της προστασίας της πατρίδας μας.

Συνεπώς,  όλα τα πολιτικά κόμματα θα πρέπει να αντιληφθούν, ότι η προετοιμασία της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και η ενίσχυση των ενόπλων  μας δυνάμεων, σε προσωπικό και μέσα, αποτελεί  ύψιστη υποχρέωση και δεν χωρεί οποιαδήποτε ολιγωρία ή δεύτερη σκέψη.

Και ευτυχώς, που η σημερινή κυβέρνηση, το αντιλήφθηκε έγκαιρα και προχώρησε στις αναγκαίες κινήσεις,  για την θεραπεία των ‘’κακώς κειμένων’’ των τελευταίων χρόνων.

Η προσπάθεια θα πρέπει να συνεχιστεί  και η στήριξη όλου του πολιτικού κόσμου είναι απαραίτητη.

Για το καλό της πατρίδας μας!